“55 Χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας, τι πήγε λάθος και οι νέοι, κυρίως, αποστρέφονται την πολιτική”.

Μετά από ένα βιογραφικό μεγάλο μέρος του οποίου αφορά κομματική δράση, κάποιος εύλογα μπορεί να διερωτηθεί πως μπορώ να εισηγηθώ ότι την μεγαλύτερη ευθύνη για όσα συμβαίνουν στην χώρα μας την έχουν τα κόμματα. Ίσως αυτό να συνοψίζει την άποψη μου ότι αυτό που μας χρειάζεται ως κοινωνία δεν είναι η δημιουργία νέων κομμάτων αλλά αλλαγή προσώπων και νοοτροπιών στα υφιστάμενα.  

Καλησπέρα σε όλους. Κατ΄αρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμητική πρόσκληση να είμαι ομιλητής ενώπιον ενός τόσο ξεχωριστού ακροατηρίου. Ιδιαίτερα θα μου επιτρέψετε να ευχαριστήσω τον κ. Άλκη Σωκράτους, όχι μόνο για την ιδέα της εκδήλωσης αλλά και για την ευγενική πρόσκληση την οποία, φυσικά, αποδέχτηκα με μεγάλη χαρά. 

Θα ήθελα επίσης να σας συγχαρώ για το ενδιαφέρον θέμα της εκδήλωσης σας. “55 Χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας, τι πήγε λάθος και οι νέοι, κυρίως, αποστρέφονται την πολιτική”. Αισθάνομαι ότι, με όσα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν “τι δεν πήγε λάθος και οι νέοι, κυρίως, αποστρέφονται την πολιτική”. 

Ορθά τίθεται πιστεύω ως διαπίστωση στον τίτλο τη σημερινής ομιλίας ότι οι πολίτες σήμερα, και ειδικότερα οι νέοι, αποστρέφονται την πολιτική. Αυτό άλλωστε προδίδει και η μεγάλη αποχή των πολιτών, και κυρίως των νέων, από τις τελευταίες ευρωεκλογές. Οι αριθμοί είναι σοκαριστικοί. Από το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων που ήταν 606.916 ψήφισαν 266.891 δηλαδή το 43.97% και απείχαν 340.025 δηλαδή το 56.03%. Το ποσοστό αποχής ήταν μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά.   

Δεν ήμουν ποτέ εξ αυτών οι οποίοι, είτε αγνοώντας τις αιτίες του προβλήματος, είτε εθελοτυφλώντας, επέλεγαν και επιλέγουν, κρυπτόμενοι πίσω από εύκολα συνθήματα του τύπου “η αποχή δεν είναι λύση”, να μεταφέρουν την ευθύνη του ζητήματος στους πολίτες. Το θέμα της απαξίωσης της πολιτικής, αντίκτυπος του οποίου είναι και η αποχή από τις εκλογές, είναι σοβαρό, εώς και επικίνδυνο για το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Και ως τέτοιο, είναι αδιανόητο να επιχειρείται να αντιμετωπιστεί εποχιακά, λίγο πριν και λίγο μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση δηλαδή, αποσπασματικά και κυρίως επιδερμικά.  Αυτό δυστυχώς συμβαίνει γιατί δεν επικεντρωνόμαστε στην αντιμετώπιση των αιτιών που γεννούν το πρόβλημα ώστε να βρούμε ουσιαστικές και ρεαλιστικές λύσεις, αλλά, ως γνήσιοι Επιμηθείς, χύνουμε, a posteriori, κροκοδείλια δάκρυα για την αδιαφορία των πολιτών και τους κινδύνους που αυτή ενέχει για τη δημοκρατία.

Ποια είναι λοιπόν τα αίτια που οδήγησαν τους πολίτες, και κυρίως τους νέους, να αποστασιοποιηθούν από την πολιτική; 

Στη δική μου την αντίληψη το ζήτημα είναι απλό. Προτού οι πολίτες και δη οι νέοι απαξιώσουν τους πολιτικούς, και κατ΄ επέκταση την πολιτική, προηγήθηκε η αυτο-απαξίωση των πολιτικών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που, στο κάλεσμα για συμμετοχή, ο βαθμός αντίδρασης των πολιτών κυμαίνεται από την αποστασιοποίηση μέχρι τη συνειδητή αποστροφή.

Κάθε οικοδόμημα που στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια αναπόφευκτα κάποια στιγμή έρχεται αντιμέτωπο με την ειμαρμένη και διαλύεται εις τα εξ ών συνετέθη. Αυτή η νομοτελειακή αρχή δεν θα μπορούσε να μην αφορά και στα πολιτικά, πολιτειακά αλλά και κομματικά συστήματα. Αν θέλουμε να ψηλαφίσουμε τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης του πολιτικού μας συστήματος οφείλουμε να ανατρέξουμε στις απαρχές της  Κυπριακής Δημοκρατίας. Μια συνοπτική ιστορική αναδρομή στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αρκετή για να αναδείξει πως, αναπόφευκτες ίσως τον τότε καιρό, συμπεριφορές, μετασχηματίστηκαν στις σημερινές παθογένειες του πολιτικού και πολιτειακού μας συστήματος, και να φανερώσει πως η επιθυμία για προσφορά μετατρέπεται σε μανιώδη συνήθεια εξουσιοκρατίας.  “Εξις δευτέρα φύσις”, «η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου», έλεγε ο Αριστοτέλης.

Είναι κοινή διαπίστωση ότι πρωτεύοντα ρόλο στην ανάληψη σημαντικών θεσμικών καθηκόντων στην νεοσύστατη του 1960 Κυπριακή Δημοκρατία έπαιξαν πολλοί αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. Υπό στις περιστάσεις, πιστεύω ότι αυτή η εξέλιξη ήταν απολύτως αναμενόμενη και φυσιολογική. Προσωπικότητες οι οποίες απέδειξαν έμπρακτα την αγωνιστικότητα και την φιλοπατρία τους, με σημαντικό λαϊκό έρεισμα, αποτελούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο τους καταλληλότερους πυλώνες για την δόμηση ενός νέου κράτους. 

Παραταύτα, όντας παντοδύναμοι, ελλείψει ελέγχου, κάποιοι από αυτούς απέκτησαν, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, τέτοιες εξουσίες που τους οδήγησαν στην παρανομία και την διαφθορά. Αυτή η νοοτροπία, του υπερδύναμου, αόρατου πολιτικού, θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι αποτελεί σημαντικό μέρος και της σύγχρονης πολιτικής ζωής του τόπου μας. Κάποιος μπορεί να ανατρέξει σε πολλά τέτοια πρόσφατα παραδείγματα όπου αποκαλύπτεται ότι εκπρόσωποι του λαού, αλλά και κόμματα, εμπλέκονται σε επιλήψιμες για την ιδιότητα και το κύρος τους υποθέσεις. Αυτό αναπόφευκτα προκαλεί την απέχθεια των πολιτών. 

Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία των κομμάτων θα παρατηρήσει ότι, από την σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι και τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο κομματικός βίος ήταν πολύ περιορισμένος. Μετά την εισβολή, και ειδικότερα μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, παρατηρείται η σύσταση και ευρύτερη δράση υφιστάμενων και νέων κομμάτων τα οποία, παρότι οι ιδρυτικές τους διακηρύξεις ή τα καταστατικά λειτουργίας τους προέβαλλαν αρχές, αξίες και σκοπούς υπηρετούντες την πατρίδα, στην πράξη αποδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου κάλυψης του δημιουργηθέντος κενού αναφορικά με την διαχείριση κάθε λογής εξουσίας, στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. 

Δυστυχώς, με το πέρασμα των χρόνων αυτή η νοοτροπία όχι μόνο δεν άλλαξε αλλά εμπεδώθηκε κιόλας στις συνειδήσεις της πολιτικής ηγεσίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται δεδομένη η κάλυψη θέσεων από πρόσωπα που αυτο-προσδιορίζονταν ως “πεφωτισμένοι άριστοι”. Δεν ισχυρίζομαι, φυσικά, ότι όλοι ήταν ανίκανοι ή αποτυχημένοι. Τα πρόσωπα είναι σημαντικά, οι θεσμοί όμως σημαντικότεροι: οὐ γὰρ ὁ δικαστὴς οὐδ’ ὁ βουλευτὴς οὐδ’ ὁ ἐκκλησιαστὴς ἄρχων ἐστίν, ἀλλὰ τὸ δικαστήριον καὶ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος. Αυτή η βασική αρχή της δημοκρατίας, που θέτει τους δημοκρατικούς θεσμούς πάνω από τα πρόσωπα, στην πορεία του χρόνου παραμερίστηκε χάριν της εξουσιομανίας και συνακόλουθα στερήθηκε η δυνατότητα από ανθρώπους άξιους, νέους και μη, να εμπλακούν στην πολιτική.

Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι νέοι, παρακινούμενοι από ιδεαλισμό, ρομαντισμό και γνήσια ροπή για προσφορά στα κοινά, επιχείρησαν να αναμειχθούν στην πολιτική, γρήγορα είδαν τα όνειρα τους να συνθλίβονται πάνω στα βράχια της κομματικής αποσπασματικότητας. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον κομματικό νεποτισμό και την κουμπαροκρατία που μοίραζε θέσεις εντός του κομματικού μηχανισμού με μια φεουδαρχική νοοτροπία. Αντίκρυσαν ανεπαρκείς έως και ανίκανους να αναλαμβάνουν αξιώματα κληρονομικώ δικαίω.  

Μη θεσμικός περιορισμός του αριθμού των θητειών των πολιτειακών αξιωματούχων, αύξηση του ορίου θητειών στις ηγετικές πυραμίδες των κομμάτων λίγο πριν από την εκπνοή του ήδη θεσμοθετημένου ορίου θητειών, τροποποίηση νομοθεσιών για από-απαγόρευση της συμμετοχής επιλέκτων σε κομματικά αξιώματα, ανακύκλωση προσώπων και πρακτικών τόσο εντός κομματικού όσο και εντός κρατικού μηχανισμού, αγκίστρωση σε θεσμικές θέσεις μέχρι συνταξιοδότησης, όλα αυτά αποτελούν εκφάνσεις και συμπτώματα ενός ιδεολογικά πεπερασμένου και ηθικά έκπτωτου πολιτικο-κομματικού συστήματος, με κοινό παρονομαστή τον «εγκλεισμό», τον κομματικό αυτισμό, την αυτοαναφορικότητα που μόνο θλίψη, αποστροφή και απέχθεια προκαλεί στους πολίτες. Υπό αυτή την έννοια η αποχή δεν πρέπει, αφελώς, να εκλαμβάνεται από το πολιτικό κατεστημένο ως πράξη απάθειας ή αδιαφορίας εκ μέρους των πολιτών αλλά ως μια συνειδητή δήλωση αποδοκιμασίας προς το αξιακά χρεοκοπημένο κομματοκρατούμενο σύστημα.

Δίπλα στην ομάδα αυτή των νέων ανθρώπων που απογοητεύονται από την ενασχόληση τους με τα κοινά και εγκαταλείπουν την πολιτική κονίστρα, υπάρχει η μεγάλη μάζα των πολιτών που αποστρέφονται την πολιτική γιατί έχει ήδη προλάβει να τους απογοητεύσει πριν καν ασχοληθούν μ΄ αυτήν.  Είναι, ουσιαστικά, το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που έχει βιώσει άμεσα και έμπρακτα, στην καθημερινότητά του, την ανεπάρκεια και την ανικανότητα του πολιτικού συστήματος.

Πριν 100 και πλέον χρόνια ο μεγάλος, και πάντα επίκαιρος,  λογοτέχνης Εμμανουήλ Ροΐδης είχε γράψει ότι οι Έλληνες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη σχέση που έχει «το κοχλιάριον» του καθενός, το κουτάλι του δηλαδή, με τη χύτρα … του Προϋπολογισμού της χώρας. Λέει λοιπόν ο Ροΐδης:

 «Ως οι Ινδοί εις φυλάς, ούτω και οι Έλληνες διαιρούνται εις τρεις τοιαύτας:

 α) Εις συμπολιτευομένους, ήτοι έχοντες κοχλιάριον βυθίζωσιν τούτο εις την χύτραν τού προϋπολογισμού.

 β) Εις αντιπολιτευομένους, ήτοι μη έχοντας κοχλιάριον ζητούν επί παντί τρόπω να λάβωσιν τοιούτον.

 γ) Εις εργαζομένους, ήτοι ούτε έχουν κοχλιάριον ούτε ζητούν τοιούτον, αλλά είναι επιφορτισμένοι να γεμίζωσι την χύτραν διά τού ιδρώτος των…»

Αφοριστικό, το οποίο συλλήβδην τσουβαλιάζει και εξισώνει δίκαιους και άδικους, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. Με μεγάλη δόση αλήθειας θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος άλλος. Εκείνο όμως που έχει σημασία, το ουσιώδες, είναι ότι δυστυχώς την άποψη αυτή του Ροΐδη τη συμμερίζονται και την υιοθετούν πάρα πολλοί εκ των συμπολιτών μας. Και είναι αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που αντιμετωπίζει οποιαδήποτε συμμετοχή στα κοινά σαν μια ανούσια διαδικασία, θέτοντας μάλιστα την αποστροφή του προς τους πολιτικούς και την πολιτική κάτω από το δογματικό, σχεδόν μηδενιστικό ιδεολόγημα “Αφού είναι όλοι ίδιοι. Γιατί να πάω να ψηφίσω;”

Ποιος αλήθεια μπορεί να τους κατηγορήσει; Ποιο επιχείρημα μπορεί κάποιος να τολμήσει να προβάλει απέναντι στα φαινόμενα διαφθοράς, στα φαινόμενα αναξιοπιστίας της δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής τάξης, στην ανισότητα, στην αναξιοκρατία, στην ανηθικότητα, στην υποκρισία των πολιτικών και την ασυνέπεια λόγων και πράξεων, στη δημαγωγία, στην ακατάσχετη υποσχεσιολογία, στην διαιώνιση των κοινωνικών προβλημάτων που επιφέρουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντι στην πολιτική τάξη, στα κόμματα και στους πολιτικούς θεσμούς; 

Το πολιτικό σύστημα σήμερα, με όλες τις λειτουργίες και τις δομές του, δεν εγγυάται κανενός είδους κοινωνικό συμβόλαιο. Αντίθετα εγγυάται αυτό που, οι νέοι ιδίως, απαξιώνουν, τη διαφθορά, το ρουσφέτι, την αναξιοκρατία, τις πελατειακές σχέσεις, και εμπεδώνει στις συνειδήσεις των πολιτών πως η πολιτική δεν είναι μέσο προώθησης και επίλυσης των πολλών και καυτών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, αλλά όχημα εξυπηρέτησης συμφερόντων, σκοπιμοτήτων και βόλεμα ημετέρων. Ποιο πολιτικό σύστημα καλούνται οι πολίτες να στηρίξουν; Eνα σύστημα που από τα σπάργανα του σχεδόν, άρχισε δειλά δειλά με διάφορες προφάσεις να τρέφει την ατιμωρησία (βλέπε πραξικόπημα) για να έρθει εν τέλει, χρόνια μετά να την αποθεώσει (βλέπε χρηματιστήριο, αξιόγραφα, Μαρί, κατάρρευση οικονομίας), μέσα από μια διαδικασία αυτο-αμνήστευσης;

Ποιοι τελικά ήταν αυτοί που κλήθηκαν να πληρώσουν τα επίχειρα αυτού του ακραία παθογενούς συστήματος; Μα οι νέοι φυσικά. Τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι νέοι μας σήμερα δεν αφορούν μόνο στο μέλλον τους αλλά στην άμεση επιβίωση τους. Για πολλά παιδιά οι σπουδές τείνουν να καταστούν άπιαστο όνειρο λόγω της οικονομικής δυσχέρειας. Αυτοί που καταφέρνουν να αποκτήσουν το πτυχίο τους με τεράστιες προσωπικές αλλά και οικογενειακές θυσίες, επιστρέφοντας στον τόπο τους βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κορεσμό των επαγγελμάτων, την ανεργία, την ανισότητα στις ευκαιρίες. Δυστυχώς, το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ιδιαίτερα της Ανωτάτης Παιδείας, παράγει ανέργους. Οι περισσότερες εκπαιδευτικές κατευθύνσεις δεν αντιστοιχούν στις ανάγκες και τις προοπτικές της αγοράς εργασίας. Και η Πολιτεία, χθεσινή και σημερινή, έχει τεράστιες ευθύνες γιατί εθελοτυφλεί ή τουλάχιστον δεν λαμβάνει επαρκή μέτρα αντιμετώπισης του τεράστιου αυτού προβλήματος. 

Η ανεργία στους νέους, όπως έχει καταδειχτεί από διάφορες έρευνες, ξεπερνά πλέον το 40%. Ταυτόχρονα, διευρύνονται τα φαινόμενα υποαπασχόλησης και ετεροαπασχόλησης ενώ, οι πλείστοι εργαζόμενοι νέοι δεν αμείβονται αναλόγως της προσφοράς τους, αλλά, κυρίως στη βάση υπερεκτίμησης του κριτηρίου προϋπηρεσίας έναντι του κριτηρίου της κατάρτισης και των αντικειμενικών προσόντων.

Πολλές οικογένειες υποχρεώνονται να χωριστούν καθώς η μετανάστευση αποτελεί πια την μόνη λύση για το επαγγελματικό αδιέξοδο. Επιπρόσθετα, οι νέοι εργαζόμενοι, ως οι πιο προσφάτως προσληφθέντες ή μερικώς απασχολούμενοι στις επιχειρήσεις, αποτελούν τα πρώτα θύματα απολύσεων λόγω πλεονασμού, αλλά και τις τελευταίες επιλογές προσλήψεων έναντι των εμπειροτέρων που αναζητούν κατά τον ίδιο χρόνο εργοδότηση.

Μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει και μετασχηματίζεται με γοργούς ρυθμούς, οι κοινωνίες ωριμάζουν.  Οι πολιτικές ηγεσίες, αποδεικνύονται αδύναμες να παρακολουθήσουν αυτή τη δυναμική ωρίμανσης της κοινωνίας. Έτι χειρότερα, η τάξη των πολιτικών εκπέμπει σε διαφορετική συχνότητα από αυτήν της νέας γενιάς. Ελλείψει ρεαλιστικού οράματος, καταφεύγει στον ξύλινο πολιτικό λόγο, στην πολιτική της ατάκας και αναλίσκεται σε ανούσιες κοινοτοπίες. 

Ζούμε σε μια εποχή, η οποία προβάλλει πρότυπα που ευνοούν τον ατομικισμό, την ανηθικότητα και την αδιαφορία για τα κοινά. Γινόμαστε μάρτυρες της θεοποίησης των υλικών απολαύσεων εις βάρος των πνευματικών και της πρόταξης μιας υλιστικής θεώρησης της ζωής. Ο εύκολος, και παράνομος τις πλείστες φορές, πλουτισμός και το κέρδος αποκτούν μυθικές διαστάσεις, οι ηθικές αντιστάσεις απέναντι στις προκλήσεις αμβλύνονται, η αναγωγή του ανθρώπου από σκοπό σε μέσο – υπονομεύει κάθε διάθεση για σοβαρή ενασχόληση με τα κοινά. Οι ρυθμοί των σύγχρονων υπερκαταναλωτικών κοινωνιών είναι τόσο γρήγοροι που θέλουν τον άνθρωπο να δρα εντός ενός χρονικά ασφυκτικού τρόπου ζωής μη επιτρέποντάς του να σκεφτεί κάτι άλλο πέρα από τα προσωπικά του προβλήματα. 

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αντανακλά το χαρακτήρα του πολιτικού κατεστημένου. Απρογραμμάτιστο, χωρίς όραμα, αποκομμένο από την κοινωνία και αδύναμο να ανταποκριθεί στις επιταγές ενός κόσμου που αλλάζει, προσφέρει γνώσεις χωρίς να προσφέρει παιδεία. Προετοιμάζει τους νέους για τις εξετάσεις αλλά όχι για τη ζωή. 

Κοντά σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι οι νέοι, (από τη φύση τους σχεδόν) είναι θερμόαιμοι, αντιδραστικοί, δεν ανέχονται την αδικία, ενθουσιάζονται και απογοητεύονται εύκολα.  Αυτά σε συνδυασμό με την τάση του λαού να κατηγορεί πάντα την εξουσία (“κατ΄ αρχής γαρ φιλαίτιος λεως” έλεγε ο Αισχύλος) σκιαγραφούν συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους οι πολιτικοί, και συνακόλουθα η πολιτική αντιμετωπίζονται με αποστροφή εώς και απέχθεια από τους πολίτες.

Το πρόβλημα της μη συμμετοχής των πολιτών στις θεσμοθετημένες δημοκρατικές διαδικασίες αποτελεί καίριο πλήγμα ενάντια στον κανονιστικό πυρήνα του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού σύμφωνα με τον «πατέρα του φιλελευθερισμού», John Locke, «άνευ της έμπρακτης ισχύος της αρχής της πλειοψηφίας που συσσωματώνει τις επιμέρους πολιτικές βουλήσεις της ολότητας των πολιτών, ένα δημοκρατικό πολίτευμα μεταπίπτει σε ολιγαρχία, ή σε αναρχία, όπου βασιλεύουν οι ιδιοτελείς επιδιώξεις των κοινωνικά ισχυρών». 

Το διακύβευμα είναι ξεκάθαρο. Αποδεχόμαστε την αδυναμία να αλλάξουμε τα πράγματα, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την καθιερωμένη πεποίθηση των ήδη απογοητευμένων, ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στην κοινωνία;  Ότι για να επιτύχει κάποιος, πρέπει να συμβαδίσει με το υπάρχον κοινωνικό, επαγγελματικό και πολιτικό κατεστημένο, είτε αυτό τον βρίσκει σύμφωνο είτε όχι;  Αναπαράγουμε, μέσα από τη διαιώνιση αυτού του έκπτωτου συστήματος τη γενικότερη αντίληψη πως όσοι ασχολούνται με τα κοινά το κάνουν για να πάρουν και όχι για να δώσουν στην κοινωνία; H’ αναλαμβάνουμε δράση;   

Πρωτίστως, για να καταστεί ενεργή η παρουσία των νέων στην πολιτική ζωή, θα πρέπει να αντιληφθούν την ύπαρξη ηθικής και αξιών. Θα πρέπει να βιώσουν ένα κράτος δικαίου όπου η παρανομία θα τιμωρείται παραδειγματικά και θα ανταμείβεται η αξιοσύνη. Χρειάζεται να υπάρξει αποτελεσματική λειτουργία θεσμών ελέγχου και λογοδοσίας των πολιτικών πράξεων και αποφάσεων. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξάρω την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του από τον Γενικό Ελεγκτή. Σκάνδαλα, παρανομίες, λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις, τα οποία αφορούν το παρελθόν, βλέπουν πλέον το φως της δημοσιότητας και παίρνουν τον δρόμο της δικαιοσύνης. Κατάλληλος άνθρωπος σε θεσμικό αξίωμα που υφίσταται από την σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ζωντανό παράδειγμα της άποψής μου ότι δεν είναι οι θεσμοί που πρέπει να αλλάξουν αλλά αυτοί που τους υπηρετούν. Κυρίως, θα πρέπει οι πολίτες να αισθανθούν πως οι ίδιοι, τελικά είναι ισότιμοι πολίτες με δικαίωμα λόγου και παρέμβασης για θέματα που τους αφορούν. Αυτό μόνο μέσα από τη  συμμετοχή των νέων στη λήψη αποφάσεων και την ενεργή εμπλοκή τους στη διακυβέρνηση της χώρας μπορεί να επιτευχθεί. Άλλωστε τι νόημα έχει να τους διδάσκουμε ότι “τοις ελευθέροις μεγίστη ανάγκη η υπέρ των πραγμάτων αισχύνη” (είναι επιβεβλημένο οι ελεύθεροι να έχουν συναίσθηση ευθύνης για τα πολιτικά πράγματα) όταν τους αποκλείουμε από αυτή την ευθύνη;

Τα ίδια τα κόμματα θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν και να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις της εποχής. Παράλληλα με τις διαχρονικές αξίες που διατείνονται ότι υπηρετούν, οφείλουν να παρουσιάσουν μια εκσυγχρονισμένη εικόνα και γλώσσα, ώστε να αποδείξουν στους νέους ότι τους κατανοούν και έχουν τη δύναμη να πορευθούν πλάι τους και να τους στηρίξουν. Κυρίως όμως οφείλουν τις αρχές τις οποίες πρεσβεύουν να τις υπηρετήσουν τα ίδια με συνέπεια και αποφασιστικότητα.  

Οι ίδιοι οι νέοι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η μη συμμετοχή τους στα πολιτικά δρώμενα ζημιώνει κατά κύριο λόγο τους εαυτούς τους.  Όταν οι άριστοι στο ήθος νέοι δε μετέχουν στα κοινά, μένει ελεύθερο το πεδίο για τους μέτριους οι οποίοι αναδεικνύονται πολιτικά, πράγμα που συντελεί στην παραπέρα επαύξηση της πολιτικής ανηθικότητας. “Αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται” έλεγε ο Μπρεχτ. Ποιος αλήθεια μπορεί να διαφωνήσει μαζί του;  

Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται να υπάρξει υγιής πολιτική διαπαιδαγώγηση από όλους τους φορείς αγωγής. Πρωταρχικό ρόλο παίζει, βέβαια, η οικογένεια, η οποία οφείλει να προωθήσει τον διάλογο, τον σεβασμό, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και να αποτελέσει παράδειγμα δημοκρατικότητας για τους νέους. Στη συνέχεια το σχολείο θα πρέπει να συμβάλει στη μετάγγιση ηθικών αξιών, στην ενίσχυση της αυτενέργειας και στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Οι νέοι οφείλουν να διδαχθούν από πολύ νωρίς  ότι “Ο πολίτης ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής”, ότι δηλαδή το κύριο γνώρισμα του πολίτη είναι η συμμετοχή στην απονομή δικαιοσύνης και στην άσκηση εξουσίας (Αριστοτέλης 384-322 π.Χ.). Κάνοντας κτήμα τους αυτή τη βασική δημοκρατική αρχή, όταν τελικά γίνουν ενεργά μέλη της κοινωνίας οι ίδιοι, θα επιδιώξουν συμμετοχή στα κοινά. Συμμετέχοντας οι πολίτες δημιουργούν τις συνθήκες να έχουν λόγο στα κέντρα λήψης αποφάσεων, πιέζουν την κυβέρνηση για θεσμικές αλλαγές, γνωρίζουν και δεν παρασύρονται εύκολα από ψεύτικες υποσχέσεις λαοπλάνων, αμφισβητούν τις δομές της κοινωνίας και τους θεσμούς, διαμαρτύρονται για την αναξιοκρατία, ενημερώνονται για τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής, δραστηριοποιούνται για την επίλυσή τους, αποβάλλουν το πνεύμα της μισαλλοδοξίας και διαπλάθουν τη δημοκρατική συνείδηση. 

Ο Αλμπέρ Καμί, Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας είπε πως “η πολιτική και η μοίρα της ανθρωπότητας διαμορφώνονται από ανθρώπους χωρίς ιδανικά και χωρίς μεγαλείο. Άνθρωποι που έχουν μεγαλείο μέσα τους δεν ασχολούνται με την πολιτική”. Καιρός ν΄ αρχίσουμε να τον διαψεύδουμε!